Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπλεύρως < παράπλευρος + -ως < παρά + πλευρά

  Επίρρημα επεξεργασία

παραπλεύρως

  • δίπλα σε κάτι
    Το κατάστημα που ψάχνετε είναι παραπλεύρως της Εθνικής Τράπεζας.