Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπεμπτικός η παραπεμπτική το παραπεμπτικό
      γενική του παραπεμπτικού της παραπεμπτικής του παραπεμπτικού
    αιτιατική τον παραπεμπτικό την παραπεμπτική το παραπεμπτικό
     κλητική παραπεμπτικέ παραπεμπτική παραπεμπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπεμπτικοί οι παραπεμπτικές τα παραπεμπτικά
      γενική των παραπεμπτικών των παραπεμπτικών των παραπεμπτικών
    αιτιατική τους παραπεμπτικούς τις παραπεμπτικές τα παραπεμπτικά
     κλητική παραπεμπτικοί παραπεμπτικές παραπεμπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπεμπτικός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ra.pemp.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

παραπεμπτικός

  1. που με βάση αυτό το έγγραφο (ή την ενέργεια, γενικά) γίνεται η παραπομπή σε δίκη
    παραπεμπτικό βούλευμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία