παραμελούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.meˈlu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐με‐λού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
παραμελούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (παραμελούμαι) του ρήματος παραμελώ: που παραμελείται από κάποιους
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμελούμενος
|