Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλληλίζω < παράλληλος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paralléliser)

  Ρήμα επεξεργασία

παραλληλίζω

  1. κάνω κάτι παράλληλο με κάτι άλλο
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία