Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλήπτρια οι παραλήπτριες
      γενική της παραλήπτριας των παραληπτριών
    αιτιατική την παραλήπτρια τις παραλήπτριες
     κλητική παραλήπτρια παραλήπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλήπτρια < παραλήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραλήπτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία