Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραθετικό τα παραθετικά
      γενική του παραθετικού των παραθετικών
    αιτιατική το παραθετικό τα παραθετικά
     κλητική παραθετικό παραθετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παραδείγματα παραθετικών

για επίθετο:

για επίρρημα:

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραθετικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική comparatif[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραθετικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παραθετικό

Σημειώσεις επεξεργασία