Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδεδομένος η παραδεδομένη το παραδεδομένο
      γενική του παραδεδομένου της παραδεδομένης του παραδεδομένου
    αιτιατική τον παραδεδομένο την παραδεδομένη το παραδεδομένο
     κλητική παραδεδομένε παραδεδομένη παραδεδομένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδεδομένοι οι παραδεδομένες τα παραδεδομένα
      γενική των παραδεδομένων των παραδεδομένων των παραδεδομένων
    αιτιατική τους παραδεδομένους τις παραδεδομένες τα παραδεδομένα
     κλητική παραδεδομένοι παραδεδομένες παραδεδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδεδομένος < παραδίδω

  Μετοχή επεξεργασία

παραδεδομένος, -η, -ο