παραδείσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδείσιος < παράδεισ(ος) + -ιος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paradisiaque < paradis < ελληνιστική κοινή παράδεισος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈði.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δεί‐σι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
παραδείσιος
- (λόγιο) λόγια μορφή του παραδεισένιος
- ↪ εξωτικά παραδείσια πουλιά με λαμπερά χρώματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδείσιος
→ δείτε τη λέξη παραδεισένιος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παραδείσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας