Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραγνωρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραγνωρισμέν
ος
η
παραγνωρισμέν
η
το
παραγνωρισμέν
ο
γενική
του
παραγνωρισμέν
ου
της
παραγνωρισμέν
ης
του
παραγνωρισμέν
ου
αιτιατική
τον
παραγνωρισμέν
ο
την
παραγνωρισμέν
η
το
παραγνωρισμέν
ο
κλητική
παραγνωρισμέν
ε
παραγνωρισμέν
η
παραγνωρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραγνωρισμέν
οι
οι
παραγνωρισμέν
ες
τα
παραγνωρισμέν
α
γενική
των
παραγνωρισμέν
ων
των
παραγνωρισμέν
ων
των
παραγνωρισμέν
ων
αιτιατική
τους
παραγνωρισμέν
ους
τις
παραγνωρισμέν
ες
τα
παραγνωρισμέν
α
κλητική
παραγνωρισμέν
οι
παραγνωρισμέν
ες
παραγνωρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραγνωρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραγνωρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
παραγνωρισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παραγνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραγνωρισμένος
γαλλικά
:
méconnu
(fr)