παραγινωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραγίνομαι
Μετοχή επεξεργασία
παραγινωμένος, -η, -ο
- (για καρπούς) που δεν είναι πια ώριμος, αλλά ακόμη βρώσιμος και όχι χαλασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγινωμένος
|