Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράτυφος οι παράτυφοι
      γενική του παρατύφου
παράτυφου
των παρατύφων
    αιτιατική τον παράτυφο τους παρατύφους
παράτυφους
     κλητική παράτυφε παράτυφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράτυφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paratyphoid[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paratyphoïde[1] < αρχαία ελληνική παρά + τῦφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράτυφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 παράτυφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)