Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράγωνος η παράγωνη το παράγωνο
      γενική του παράγωνου της παράγωνης του παράγωνου
    αιτιατική τον παράγωνο την παράγωνη το παράγωνο
     κλητική παράγωνε παράγωνη παράγωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράγωνοι οι παράγωνες τα παράγωνα
      γενική των παράγωνων των παράγωνων των παράγωνων
    αιτιατική τους παράγωνους τις παράγωνες τα παράγωνα
     κλητική παράγωνοι παράγωνες παράγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράγωνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παράγωνος, -η, -ο

  1. που είναι σχεδόν παραλληλόγραμμος, αλλά μία τουλάχιστον γωνία του δεν είναι ακριβώς ενενήντα μοίρες
  2. που οι γωνίες του δεν είναι ομοιόμορφες

  Μεταφράσεις επεξεργασία