Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παππουδικός η παππουδική το παππουδικό
      γενική του παππουδικού της παππουδικής του παππουδικού
    αιτιατική τον παππουδικό την παππουδική το παππουδικό
     κλητική παππουδικέ παππουδική παππουδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παππουδικοί οι παππουδικές τα παππουδικά
      γενική των παππουδικών των παππουδικών των παππουδικών
    αιτιατική τους παππουδικούς τις παππουδικές τα παππουδικά
     κλητική παππουδικοί παππουδικές παππουδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παππουδικός < παππούς + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παππουδικός

  • που έχει σχέση με το παππού, ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία