Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπιγιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική papillon[1] (πεταλούδα)
 
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ με παπιγιόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπιγιόν και παπιόν ουδέτερο άκλιτο

  • είδος λαιμοδέτη που φοριέται με επίσημο ένδυμα και αποτελείται από μια ταινία ύφασμα που δένεται έτσι, ώστε να σχηματίζονται δυο συμμετρικοί φιόγκοι

  Μεταφράσεις επεξεργασία