πανωλεθρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
πανωλεθρία < αρχαία ελληνική πανωλεθρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανωλεθρία θηλυκό
- η μεγάλη καταστροφή, βαριά και εξευτελιστική ήττα, πολύ κακό αποτέλεσμα ενεργειών
- Η πανωλεθρία του Δράμαλη
- η ολοκληρωτική αποτυχία, η νίλα
- Οι εξετάσεις ήταν πανωλεθρία. Κανείς δεν έγραψε πάνω από τη βάση.
- Σκέτη πανωλεθρία!
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
πανωλεθρία < πᾶν + ὄλεθρος < ὄλλυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανωλεθρία θηλυκό
- ολοκληρωτική καταστροφή