Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντομιμικός η παντομιμική το παντομιμικό
      γενική του παντομιμικού της παντομιμικής του παντομιμικού
    αιτιατική τον παντομιμικό την παντομιμική το παντομιμικό
     κλητική παντομιμικέ παντομιμική παντομιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντομιμικοί οι παντομιμικές τα παντομιμικά
      γενική των παντομιμικών των παντομιμικών των παντομιμικών
    αιτιατική τους παντομιμικούς τις παντομιμικές τα παντομιμικά
     κλητική παντομιμικοί παντομιμικές παντομιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντομιμικός < ελληνιστική κοινή παντομιμικός < παντόμιμος

  Επίθετο επεξεργασία

παντομιμικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία