Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανσπερμία οι πανσπερμίες
      γενική της πανσπερμίας των πανσπερμιών
    αιτιατική την πανσπερμία τις πανσπερμίες
     κλητική πανσπερμία πανσπερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσπερμία < (λόγιο δάνειο) γαλλική panspermie[1] + < αρχαία ελληνική πανσπερμία (αντιδάνειο) < παν- + σπέρμα < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sper-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pan.speɾˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανσπερμία αρσενικό

  1. (βιολογία) παλαιότερη θεωρία που υποστηρίζει ότι η ζωή στη γη προήλθε από σπέρματα που μεταφέρθηκαν από άλλους πλανήτες
    άλλες μορφές: πανσπερμισμός
  2. (μεταφορικά) πλήθος διαφορετικής σύστασης ή προέλευσης
    Πήγα στο Λονδίνο και είδα μια πανσπερμία από ανθρώπους: Άγγλοι, Γερμανοί, Άραβες, Γάλλοι και αρκετοί Έλληνες· χαμός γινότανε.
     συνώνυμα: συνονθύλευμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία