Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανικοβάλλω < πανικ(ός) + -ο- + βάλλω, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική panic (< αρχαία ελληνική πανικός), throw into panic (en) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ni.koˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νι‐κο‐βάλ‐λω

  Ρήμα επεξεργασία

πανικοβάλλω, πρτ.: πανικόβαλλα, αόρ.: πανικόβαλα, παθ.φωνή: πανικοβάλλομαι, π.αόρ.: πανικοβλήθηκα, μτχ.π.π.: πανικοβλημένος

  • προκαλώ πανικό σε κάποιον
    Η κρίση στο χρηματιστήριο είχε πανικοβάλλει τους επενδυτές.
    Άκουσα το «μπαμ!» και πανικοβλήθηκα γιατί νόμιζα ότι άκουσα έκρηξη.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πανικός & το αρχαίο βάλλω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία