Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλμογράφος οι παλμογράφοι
      γενική του παλμογράφου των παλμογράφων
    αιτιατική τον παλμογράφο τους παλμογράφους
     κλητική παλμογράφε παλμογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλμογράφος < λείπει η ετυμολογία
 
φορητός αναλογικός παλμογράφος (1) της δεκαετίας του 1970

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλμογράφος αρσενικό (πληθυντικός : παλμογράφοι)

  1. επιστημονικό όργανο για τη μελέτη και απεικόνιση σε οθόνη φαινομένων με μορφή κύματος
  2. ιατρικό όργανο για την καταγραφή των καρδιακών παλμών

  Μεταφράσεις επεξεργασία