Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόδρομος < παλιο- + δρόμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόδρομος αρσενικό

  1. δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
    από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες

  Μεταφράσεις επεξεργασία