παλιόδρομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιόδρομος αρσενικό
- δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
- από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιόδρομος