Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιοϊστολογία οι παλαιοϊστολογίες
      γενική της παλαιοϊστολογίας των παλαιοϊστολογιών
    αιτιατική την παλαιοϊστολογία τις παλαιοϊστολογίες
     κλητική παλαιοϊστολογία παλαιοϊστολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοϊστολογία < παλαιο- + ιστολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοϊστολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία