Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλαιοσίδηρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παλαιοσίδηρ
ος
οι
παλαιοσίδηρ
οι
γενική
του
παλαιοσιδήρ
ου
&
παλαιοσίδηρ
ου
των
παλαιοσιδήρ
ων
αιτιατική
τον
παλαιοσίδηρ
ο
τους
παλαιοσιδήρ
ους
κλητική
παλαιοσίδηρ
ε
παλαιοσίδηρ
οι
Κατηγορία
όπως «
όροφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλαιοσίδηρος
<
παλαιο-
+
σίδηρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλαιοσίδηρος
αρσενικό
σίδηρος
προς ανακύκλωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλαιοσίδηρος
αγγλικά
:
iron
(en)
scrap
(en)
γαλλικά
:
ferraille
(fr)