παλαιοντολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοντολογικός < παλαιοντολογία
Επίθετο επεξεργασία
παλαιοντολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παλαιοντολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοντολογικός
παλαιοντολογικός, -ή, -ό