Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιά < παλαι(ός) + . Δείτε και το μεσαιωνικό παλαιά, αρχαία ελληνικά, τὸ παλαιόν.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.leˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λαι‐ά

  Επίρρημα επεξεργασία

παλαιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παλαιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιό) του παλαιός

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιά < παλαι(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

παλαιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • τα παλιά γεγονότα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παλαιά

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παλαιά

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός