Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλαίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παλαίστρι
α
οι
παλαίστρι
ες
γενική
της
παλαίστρι
ας
των
παλαιστρι
ών
αιτιατική
την
παλαίστρι
α
τις
παλαίστρι
ες
κλητική
παλαίστρι
α
παλαίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλαίστρια
<
παλαιστής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλαίστρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
παλαιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλαίστρια
γαλλικά
:
lutteuse
(fr)