Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλίρροια οι παλίρροιες
      γενική της παλίρροιας των παλιρροιών
    αιτιατική την παλίρροια τις παλίρροιες
     κλητική παλίρροια παλίρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλίρροια < αρχαία ελληνική < παλίρ- (< πάλιν) + -ροια (< ῥοῦς < ῥέω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈli.ɾi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλίρροια θηλυκό

  • φυσικό περιοδικό φαινόμενο κατά το οποίο ανυψώνεται και υποχωρεί η στάθμη του νερού μίας μεγάλης λίμνης και κυρίως των θαλασσών· οφείλεται στην έλξη που ασκούν η Σελήνη αλλά και ο Ήλιος πάνω στη Γη καθώς και στη περιστροφή αυτών των ουρανίων σωμάτων

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία