Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πακτωτής οι πακτωτές
      γενική του πακτωτή των πακτωτών
    αιτιατική τον πακτωτή τους πακτωτές
     κλητική πακτωτή πακτωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πακτωτής < πακτώ(νω) + -τής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ktoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐κτω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πακτωτής αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πακτωτής οἱ πακτωταί
      γενική τοῦ πακτωτοῦ τῶν πακτωτῶν
      δοτική τῷ πακτωτ τοῖς πακτωταῖς
    αιτιατική τὸν πακτωτήν τοὺς πακτωτᾱ́ς
     κλητική ! πακτωτᾰ́ πακτωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πακτωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πακτωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πακτωτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πακτωτής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία