πακεταρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πακεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πακετάρω
Μετοχή επεξεργασία
πακεταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πακετάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πακεταρισμένος
|
πακεταρισμένος, -η, -ο
|