παιδονόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδονόμος < αρχαία ελληνική παιδονόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -νόμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðoˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐νό‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- ο υπεύθυνος για την επιτήρηση των παιδιών σε ένα ίδρυμα
- (επάγγελμα) διορισμένος δημόσιος λειτουργός (στα μέσα του 20ου αιώνα) που φρόντιζε για τη σωστή συμπεριφορά των μαθητών και έξω από το σχολικό ίδρυμα σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδονόμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
παιδονόμος < παιδο- + -νόμος < παῖς και νέμω (διανέμω καθήκοντα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδονόμος αρσενικό
- (εκπαίδευση) ο υπεύθυνος για την εκπαίδευση των παιδιών
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παιδονόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδονόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.