Δείτε επίσης: νόμος, νομός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -νόμος οι -νόμοι
      γενική του -νόμου των -νόμων
    αιτιατική τον -νόμο τους -νόμους
     κλητική -νόμε -νόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -νό‐μος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

-νόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -νόμος < νόμος < νέμω[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-νόμος αρσενικό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

-νόμος < νόμος

  Επίθημα επεξεργασία

-νόμος αρσενικό

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

-νόμος < -νόμος

  Επίθημα επεξεργασία

-νόμος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -νόμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα