Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδαράς οι παιδαράδες
      γενική του παιδαρά των παιδαράδων
    αιτιατική τον παιδαρά τους παιδαράδες
     κλητική παιδαρά παιδαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδαράς < παιδ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδαράς αρσενικό

  • φιλοφρονητικός χαρακτηρισμός για νεαρό άντρα που αναφέρεται κυρίως στην εξωτερική του όψη, το ύψος του και τη σωματική του διάπλαση και δύναμη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία