Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοθύελλα οι παγοθύελλες
      γενική της παγοθύελλας των παγοθυελλών
    αιτιατική την παγοθύελλα τις παγοθύελλες
     κλητική παγοθύελλα παγοθύελλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Καταστροφή γραμμών μεταφοράς ηλεκτρισμού από παγοθύελλα στις ΗΠΑ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγοθύελλα < πάγ(ος) + -ο- + θύελλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɣoˈθi.e.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γο‐θύ‐ελ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγοθύελλα θηλυκό

  • (άνεμος) θύελλα με την δημιουργία υαλόπαγου, λόγω αναστροφής θερμοκρασιών

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία