↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγκυπριακός η παγκυπριακή το παγκυπριακό
      γενική του παγκυπριακού της παγκυπριακής του παγκυπριακού
    αιτιατική τον παγκυπριακό την παγκυπριακή το παγκυπριακό
     κλητική παγκυπριακέ παγκυπριακή παγκυπριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγκυπριακοί οι παγκυπριακές τα παγκυπριακά
      γενική των παγκυπριακών των παγκυπριακών των παγκυπριακών
    αιτιατική τους παγκυπριακούς τις παγκυπριακές τα παγκυπριακά
     κλητική παγκυπριακοί παγκυπριακές παγκυπριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγκυπριακός < παν- + κυπριακός

  Επίθετο

επεξεργασία

παγκυπριακός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Κύπρο, ή απ΄ όλα τα μέρη της Κύπρου

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία