Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγιέτα οι παγιέτες
      γενική της παγιέτας των παγιετών
    αιτιατική την παγιέτα τις παγιέτες
     κλητική παγιέτα παγιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγιέτα < γαλλική paillette

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγιέτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία