πίνακας ελέγχου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πίνακας ελέγχου < πίνακας & έλεγχος στη γενική ενικού, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική control panel
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πίνακας ελέγχου αρσενικό
- (τεχνολογία) επιφάνεια με όργανα μέτρησης, ενδεικτικές λυχνίες ή άλλες παρόμοιες διατάξεις ελέγχου, καθώς και διακοπτών ή άλλων εξαρτημάτων για τον έλεγχο της λειτουργίας ενός συστήματος, μηχανήματος
- ↪ ο πίνακας ελέγχου ενός αεροσκάφους περιλαμβάνει δίαφορα όργανα μέτρησης που δείχνουν μεταξύ άλλων το υψόμετρο, την ταχύτητα του αέρα, την ποσότητα των καυσίμων κ.α.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πίνακας ελέγχου