Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
περδῑκ- στον Αρχίλοχο: περδῐκ-
ονομαστική / πέρδιξ οἱ/αἱ πέρδικες
      γενική τοῦ/τῆς πέρδικος τῶν περδίκων
      δοτική τῷ/τῇ πέρδικ τοῖς/ταῖς πέρδιξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πέρδικ τοὺς/τὰς πέρδικᾰς
     κλητική ! πέρδιξ πέρδικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέρδικε
γεν-δοτ τοῖν  περδίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέρδιξ, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < αβέβαιης ετυμολογίας. Παραδοσιακά συνδέθηκε με το πέρδομαι από την ομοιότητα του ήχου στο πέταγμά της. Κατά τον Beekes, προέλευσης από την προελληνική .[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέρδιξ, -ικος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

παράγωγα & σύνθετα

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πέρδιξ σελ. 1175 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία