Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πένθιμα < πένθιμος +

  Επίρρημα επεξεργασία

πένθιμα

  • με πένθιμο τρόπο, εκφράζοντας πένθος
    η μπάντα ηχούσε πένθιμα στην πλατεία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία