Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάτρονος < ιταλικά patrono (προστάτης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάτρονος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία