πάντσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάντσο | τα | πάντσα |
γενική | του | πάντσου | των | πάντσων |
αιτιατική | το | πάντσο | τα | πάντσα |
κλητική | πάντσο | πάντσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάντσο ουδέτερο άκλιτο
- το μπάντζο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάντσο
→ δείτε τη λέξη μπάντζο |