οφθαλμόλουτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οφθαλμόλουτρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (οικείο) το κοίταγμα ή το χάζεμα ατόμου ή εικόνων τα οποία μας προκαλούν αισθησιασμό, συνήθως όταν δεν πρόκειται για το άτομο με το οποίο έχουμε σχέση
- (συνεκδοχικά) το άτομο που κοιτάμε, το οποίο προκαλεί ευχάριστο ή, κυρίως, αισθησιακό αίσθημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οφθαλμόλουτρο