Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφθαλμοπάθεια οι οφθαλμοπάθειες
      γενική της οφθαλμοπάθειας των οφθαλμοπαθειών
    αιτιατική την οφθαλμοπάθεια τις οφθαλμοπάθειες
     κλητική οφθαλμοπάθεια οφθαλμοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφθαλμοπάθεια < οφθαλμ(ός) + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οφθαλμοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική) πάθηση των οφθαλμών
    ※  Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια είναι μια αυτοάνοση διαταραχή που προσβάλλει τους εξοφθάλμιους μύες και τους μαλακούς ιστούς του οφθαλμικού κόγχου. ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία