↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουτιδανότητα οι ουτιδανότητες
      γενική της ουτιδανότητας των ουτιδανοτήτων
    αιτιατική την ουτιδανότητα τις ουτιδανότητες
     κλητική ουτιδανότητα ουτιδανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουτιδανότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οὐτιδαν(ότης) + -ότητα < αρχαία ελληνική οὐτιδανός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουτιδανότητα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία