ποταπότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποταπότητα < ποταπός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποταπότητα θηλυκό
- η ευτέλεια, η κατάσταση που δηλώνει εξευτελισμό, η προστυχιά, η χυδαιότητα, η ελεεινότητα, η κατάσταση που δηλώνει ξεπεσμό, ταπεινά κίνητρα, εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο