Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουστ < (άμεσο δάνειο) τουρκική uşt

  Επιφώνημα επεξεργασία

ουστ

  • χρησιμοποιείται για να διώξουμε κάποιον, άνθρωπο ή ζώο
Φύγε από δω! Ουστ!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία