Δείτε επίσης: οὐροδόχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ουροδόχος το ουροδόχο
      γενική του/της ουροδόχου του ουροδόχου
    αιτιατική τον/την ουροδόχο το ουροδόχο
     κλητική ουροδόχε ουροδόχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουροδόχοι τα ουροδόχα
      γενική των ουροδόχων των ουροδόχων
    αιτιατική τους/τις ουροδόχους τα ουροδόχα
     κλητική ουροδόχοι ουροδόχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουροδόχος < ελληνιστική κοινή οὐροδόχος < αρχαία ελληνική οὖρον + -δόχος (< δέχομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

ουροδόχος, -ος, -ο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία