Ουρητήριο στη Βιέννη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουρητήριο τα ουρητήρια
      γενική του ουρητηρίου
ουρητήριου
των ουρητηρίων
    αιτιατική το ουρητήριο τα ουρητήρια
     κλητική ουρητήριο ουρητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρητήριο < ουρη- + -τήριο και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική urinoir[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u.ɾiˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρη‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρητήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία