ουρανόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ουρανόλιθος | οι | ουρανόλιθοι |
γενική | του | ουρανόλιθου & ουρανολίθου |
των | ουρανόλιθων & ουρανολίθων |
αιτιατική | τον | ουρανόλιθο | τους | ουρανόλιθους & ουρανολίθους |
κλητική | ουρανόλιθε | ουρανόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρανόλιθος αρσενικό