Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουνιβερσαλισμός οι ουνιβερσαλισμοί
      γενική του ουνιβερσαλισμού των ουνιβερσαλισμών
    αιτιατική τον ουνιβερσαλισμό τους ουνιβερσαλισμούς
     κλητική ουνιβερσαλισμέ ουνιβερσαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουνιβερσαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική universalisme < λατινική universalis < universus < unus + versus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουνιβερσαλισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία