Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεόλυση οι οστεολύσεις
      γενική της οστεόλυσης* των οστεολύσεων
    αιτιατική την οστεόλυση τις οστεολύσεις
     κλητική οστεόλυση οστεολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteolysis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + λῠ́σις < λύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία