Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοσκλήρωση οι οστεοσκληρώσεις
      γενική της οστεοσκλήρωσης* των οστεοσκληρώσεων
    αιτιατική την οστεοσκλήρωση τις οστεοσκληρώσεις
     κλητική οστεοσκλήρωση οστεοσκληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεοσκληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοσκλήρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéosclérose ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteosclerosis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + σκλήρωσις < σκληρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοσκλήρωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία